θερμοσκοπικός

θερμοσκοπικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με τον έλεγχο τών μεταβολών τής θερμοκρασίας
2. βιολ. όρος που αναφέρεται σ' αυτόν ο οποίος είναι οπτικά ευαίσθητος στην ακτινοβολούμενη θερμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermoscopic < thermoscope (πρβλ. θερμοσκόπιο) + κατάλ. -ic (πρβλ. -ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ν. Κ. Γερμανό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”